(α)πλόχερο
Смотреть что такое "(α)πλόχερο" в других словарях:
απλοχεριά — απλοχεριά, η και απλόχερο, το και πλόχερο, το όσο χωράει η παλάμη του χεριού, φουχτιά: Έριξε μερικά απλόχερα καλαμπόκι στις κότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)